- μειγ-
- см. μιγ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ … Dictionary of Greek